Κλέφτικα τραγούδια και διάφορα ποιήματα που υμνούν τη δόξα του Μεσολογγίου.
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
- ΠΟΙΟΣ ΘΕ Ν΄ ΑΚΟΥΣΕΙ ΚΛΑΗΜΑΤΑ
Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε
- ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ
Μπραήμ πασάς συνάζεται με δώδεκα χιλιάδες
στην Πάτρα μπαρκαρίζεται, στο Βασιλάδι αράζει.
- Πολλα τα έτη Κιουταχή , καλώς τον τον Μπραϊμη,
- Μπραϊμη τι θέλεις εδώ , εδώ στο Βασιλάδι;
Εδώ δεν είναι Νιόκαστρο, Κορώνη και Μεθώνη,
εδώ το λένε Κάρελι , το λένε Μεσολόγγι,
που πολεμαει Κιουταχής με δεκαοχτώ χιλιάδες.
- Σήκω Μπραϊμη, φεύγα απ’ εδώ φεύγα απ’ το Βασιλάδι
να μη χαθει τ’ ασκέρι σου και σένα το κεφάλι.
- ΤΟ ΔΟΛΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Τ' έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις.
Μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά μαύρα;
Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ' , διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι
κι αγνάντεψε τη Ρουμελη, το δόλιο Μεσολόγγι,
να ιδείς κορμιά τ' απίστωμα παλικάρια ξαπλωμένα
- ΝΑ ‘ΜΟΥΝ ΠΟΥΛΙ ΝΑ ΠΕΤΑΓΑ
Να ‘μουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου
ν’ αγνάντευα τη Ρούμελη το έρμο Μεσολόγγι
πώς πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερους πασάδες
κι’ οι πρώτοι της Αρβανιτιάς με δώδεκα χιλιάδες
που στένουν τόπια της στεριάς, καράβια του πελάγου
Πέφτουν οι μπάλες σα βροχή, οι μπόμπες σαν χαλάζι,
κι’ αυτά τα λιανοντούφεκα σαν άμμος της θαλάσσης.
Κι’ ο Μακρής τους φώναξε κι’ ο Μακρής τους λέει:
-Παιδιά βαστάτε τα’ άρματα και τα βαριά ντουφέκια
και το μιντάτι έρχεται στεριά και του πελάγου.
Μήτε μιντάτι έφτασε, μήτε βοήθεια φτάνει
και οι κλεισμένοι ξόρμησαν με τα σπαθιά στα χέρια
κι οι Τούρκοι τους εσταύρωσαν και τους διαμοιράζουν.
Πήραν κεφάλια αμέτρητα και ζωντανούς αμέτρους
και λίγοι ξεγλιστρήσανε πλέοντας μες στο αίμα.
- ΠΑΙΔΙΑ Μ’ ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ
Παιδιά μ’, ελατέ να σας πω και να σας μολογήσω,
πικρά μαντάτα μούρθανε από το Μεσολόγγι.
Το Μεσολόγγι έπεσε ανήμερα Λαζαρου.
Θρήνος μεγάλος έγινε, μεγάλη απελπισία,
κλαίνε μανάδες για παιδιά, κι τα παιδιά για μανές.
Φωνή μεγάλη ακούστηκε , φωνή μεγάλη λέει:
- Στον ανεμόμυλο, παιδιά , όλοι να συναχθούμε.
- ΤΡΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ (ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟ)
Τρεις στρατηγοί ξεκίνησαν να παν στο Μεσολόγγι.
Ηρθ’ ο Μακρής απ’ τι Ζυγό κι ο Ίσκος απ’ το Βαλτό ,
ήρθε κι ο Μάρκος Μπότσαρης από τη Λακασούλη απόφαση να πάρουνε.
- ΤΟΥ ΜΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ
Στον πάτο στο Κεράσοβο οξώ απ’ το Μεσολόγγι,
ο Μπουκοβάλας πολεμά με χιλίους πεντακόσιους.
«Πάψτε, παιδιά μ’ , τον πόλεμο, πάψτε και το ντουφέκι
να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να μετρηθει τ’ ασκερι».
Μετρούνται οι Τούρκοι τρεις φόρες και λείπουν πεντακόσιοι,
στερνά μετρούνται οι Χριστιανοί κι έλειπε ο Γιαννάκης.
Να κι ο Γιαννάκης πόρχεται μέσα από τους Τούρκους
με τ’ άλογό του παίζοντας με το σπαθί βαμμένο.
- Ο ΝΟΤΗΣ ΕΤΡΑΓΟΥΔΑΓΕ
Θέλτε ν’ ακούστε κλάιματα ν’ ακούστε μοιρολόγια
περάστε από τ’ Αντελικό κι από το Μεσολόγγι
που κλαίει ο Νότη Μπότσαρης στου Μάρκου το κεφάλι:
- Για σήκω απάνω, Μάρκο μου, και μη βαριοκοιμάσαι
γιατί ο Μοριάς ετούρκεψε τον πήραν οι Αρβανίτες
το Μεσολόγγι απόμεινε δε θελ’ να προσκυνήσει.
- Δεν μπορώ ο μαύρος δεν μπορώ να σηκωθώ να κάτσω
γιατ’ έχω βόλι στην κάρδια, μολυβί στο κεφάλι .
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
- Κάστρα πολλά προσκύνησαν και δώσαν τα κλειδιά τους
Το Μεσολόγγι το κακό, το Μεσολόγγι τ’ άξιο .
Δεν παραδίδει τα κλειδιά , πασιά δεν προσκυνάει
κ’ ας λιγοστεύη το ψωμί, κ’ ας σώνεται τ’ αλεύρι.
- Χιλιάδες τούρκοι ζώνουνε το έρμο Μεσολόγγι.
Κι’ ως τώρα ακόμη τραγουδούν οι πλαϊνοί του λόγγοι.
«Παράδωσε μας τα κλειδιά γίνου δικό μας πάλι»
κι’ εκείνο λέει: Τάδωκα στα χεριά του Καψάλη.
Χιλιάδες τούρκοι ζώνουνε το κάστρο ένα μηνά.
Κι’ αυτό παλαίβει αδιάκοπα μ’ αρρώστεια και με πεινά.
Ολόρθο πάντα στέκεται ποτέ δεν γονατίζει.
Ναι. Τρεις φόρες στα τείχη του ορμούν οι Μουσουλμάνοι
μα τρεις φόρες τους εδίωξε φωτιά και γιαταγάνι.
Μα ήταν, ήτανε ψηλά στον ουρανό γραμμένο
το Μεσολόγγι μια φορά να πέση τιμημένο.
Ά , την πανώρια Λευτεριά κανένας μη ξεχάση
πως ακριβά οι πατέρες μας την έχουν αγοράσει.
- Μέρα και νύχτα πόλεμο, μ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Πέφτουν ντουφέκια σα βροχή και μπόμπες σα χαλάζι,
Κι’ από τη ντάπια του ο Μακρής στα παλληκάρια κράζει:
«Παιδιά βαστάτε τ’ άρματα, βαστάτε το ντουφέκι,
Γιατί βοήθεια πλάκωσε, στεργιάς και του πελάγου,
Ο Καραϊσκάκης, της στεριάς κι’ οι Υδραίοι του πελάγου.»
Ούτε βοήθεια φάνηκε κι’ ούτε βοήθεια φτάνει
Και σώθηκε όλο το ψωμί, και σώθηκε τ’ αλεύρι…
Μαύρο γιουρούσι κάνανε τη νύχτα το Λαζάρου…
Οι Τούρκοι τους καρτέραγαν, κρυμμένοι στα χαντάκια,
Σκότωσαν γυναικόπαιδα, χάλασαν το γεφύρι,
- Να εϊμουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα τ’ αψήλου.
Ν’ αγνάντευα τη Ρουμελη, το δόλιο Μεσολόγγι,
πως πολεμάει με την Τουρκιά με τέσσερους Πασιάδες.
Τρέχει το αίμα σαν νερό και Χριστιανών και Τούρκων,
πέφτουν μολύβια σα βροχή και μπόμπες σα χαλάζι ,
Και τα σπαθιά ξεστράφτουνε στα τούρκικα κεφάλια.
http://www.psagiosilias.gr/history-dhmotiko.htm
http://www.psagiosilias.gr/history-kleftiko.htm
http://lyk-therm.ait.sch.gr/ntopiolalies/parimies.pdf