Δυο δικές μας νέες καταξιωμένες κοπέλλες λένε την ιστορία τους και εμπνέουν.
Πρόκειτε για την φιλόλογο (Μαρία Μαραγκούλα) που ανέλαβε την συγγραφή του κειμένου και την (Άρτεμη Τσακανίκα) που είναι βρεφονηπιοκόμος, έδωσε την ιδέα και τα βασικά στοιχεία για το παραμύθι που σχετίζεται με τη χειμερία νάρκη και το ξύπνημα των ζώων και της φύσης την Άνοιξη.
Ελπίζουμε να σας αρέσει και να την απολαύσουν μικροί και μεγάλοι….
----------------------------------
Μόλις ξεπρόβαλλαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου και έδιωξαν τα ελάχιστα σύννεφα που σκίαζαν τον ουρανό. Στο πανέµορφο δάσος που ήταν γεµάτο ανθισµένες καστανιές, βελανιδιές, καρυδιές, βατοµουριές και θάµνους, τα τελευταία χιόνια είχαν λιώσει. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Όλα τα ζωάκια κοιµόντουσαν ήσυχα-ήσυχα και ονειρεύονταν την Άνοιξη. Τότε µόνον θα ξυπνούσαν, µαζί τους και η φύση όλη, για να απολαύσουν τη µαγεία της.
Η µαµά πεταλούδα, άφησε το αυγό της πάνω σε ένα φυλλαράκι. Μια κάµπια γεννήθηκε και καθώς ήταν πεινασµένη, άρχισε σιγά - σιγά να µασουλάει το κέλυφός του για να ελευθερωθεί. Πεινούσε τόσο, που έφαγε και κάµποσα φυλλαράκια που την περιτριγύριζαν. Πέρασαν 12 ολόκληρες µέρες και η κάµπια ολοένα και µεγάλωνε. Μεγάλωσε τόσο, που πλέον το κουκούλι που τη σκέπαζε και την κρατούσε µέχρι τώρα ζεστή δε τη χωρούσε. Ξάφνου λοιπόν, πέταξε το κουβερτάκι της και ευθύς αµέσως, ξεπρόβαλλαν τα πολύχρωµα φτερά της. Τι όµορφα τα φτερά της. Ήταν µεγάλα και πλουµιστά, χρωµατισµένα µε όλες τις αποχρώσεις του µπλε, αλλού πιο σκούρα, αλλού πιο φωτεινά, αλλού γαλάζια κι αλλού ήταν θαλασσιά, ενώ ξεχώριζαν οι µωβ και κίτρινες πιτσιλιές που τα στόλιζαν, δηµιουργώντας έναν περίτεχνο καµβά. Πετάρισε απαλά, µια – δυο φορές, απλά για να νιώσει σιγουριά. Την τρίτη φορά όµως, πέταξε µακριά. Ήταν κι επίσηµα η πρώτη µέρα της Άνοιξης…
Ο αρκούδος ρουθούνισε. Κάτι ένιωσε να γαργαλάει τη µουσούδα του και αναδεύτηκε ελαφρά. Άνοιξε τα µατάκια του και τι να δει; Μια πεταλούδα µε πολύχρωµα φτερά είχε προσγειωθεί στη µύτη του και ξεκουράζονταν πριν συνεχίσει το δρόµο της. ‘’Αααααψού!’’ φτερνίστηκε ο αρκούδος. Απόρησε… Νόµιζε το ‘χε δει σε όνειρο. ‘’Περίεργο πράγµα!’’ σκέφτηκε. Καθώς όµως τραντάχτηκε ολόκληρος, η πεταλούδα αναστατώθηκε και πέταξε γρήγορα µακριά, έξω από τη σπηλιά, στο φως.
Ακολουθώντας την πεταλούδα, ο αρκούδος άρχισε να βγαίνει δειλά – δειλά έξω και το δυνατό φως έπεσε στα µάτια του, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Πισωπάτησε για να σταθεί όρθιος όµως δε µπόρεσε και προσγειώθηκε βαριά στο έδαφος ή µάλλον… ‘’ Αουτς! Τι είναι αυτό;’’ Φώναξε! Ένιωσε πολλά αγκαθάκια να τον τσιµπάνε, αµέσως πετάχτηκε και τι να δει; Μια αγκάθινη µπαλίτσα, έστεκε ακούνητη µε υψωµένα τα καρφάκια της, έτοιµη να αποµακρύνει οποιαδήποτε ‘’απειλή’’. Ήταν ο φίλος του ο σκαντζόχοιρος που κοιµόταν του καλού καιρού κι αυτός. Αµέσως ξετυλίχτηκε, απλώθηκε και τέντωσε τα χεράκια και τα ποδαράκια του για να ξεπιαστεί. .
- ‘’Ξύπνα!’’, του φώναξε ο αρκούδος, είναι Άνοιξη, πάµε να παίξουµε!
Στο άκουσµα της Άνοιξης (ή της τσιρίδας του φίλου του) ο µικρός σκαντζόχοιρος άνοιξε τα µάτια του διάπλατα.
- ‘’Ουφ, άσε µε! Τι µε ξυπνάς βρε αρκούδε;’’ Αντέδρασε πεισµατικά ο σκαντζόχοιρος.
- ‘’Ξύπνα σου λέω! Τον σκούντησε ο αρκούδος. ‘’Τέλος η χειµερία νάρκη! Έχουµε να ξυπνήσουµε και τους υπόλοιπους. Να φάµε και τίποτα, επιτέλους’’.
Δύσπιστος φάνηκε ο σκαντζόχοιρος. Όµως ένας ήχος από χαµηλά, ένα δυνατό γουργούρισµα, τράβηξε την προσοχή του. Ο αρκούδος έτριψε την κοιλίτσα του, που επαναστατούσε, απαιτώντας µια λιχουδιά για να γεµίσει. Μετά από τόσο ύπνο ήδη του έτρεχαν τα σάλια για λίγο µέλι, ίσα ίσα µια χούφτα. Έτσι, κίνησαν για την κοντινότερη κερήθρα.
Στο δρόµο, οι δύο φίλοι παρατηρούσαν το δασάκι τους που τόσο τους είχε λείψει να εξερευνούν. Πλέον είχε ανθίσει. Τα πουλάκια κελαηδούσαν και πετούσαν από κλαδάκι σε κλαδάκι. Πιο ‘κει ακουγόταν ένα ρυάκι. Ακολουθώντας τον ήχο του, το εντόπισαν και κοντοστάθηκαν να δροσιστούν. ΄΄ Τι γλυκιά που ειν΄ η Άνοιξη’’ : είπε ο σκαντζόχοιρος. ‘’Τι δροσερή που είναι, τι ωραίες οι µυρωδιές, τι φως’’!
‘’Είχε δίκιο η κυρία Κουκουβάγια που µας έλεγε να ξεκουραστούµε. Μόνο ξεκούραστος τη χαίρεσαι αυτή την οµορφιά!’’, απάντησε ο αρκούδος. ‘’Να κι ένα καλό µε αυτό το χειµερινό ύπνο’’.
‘’Χειµερία νάρκη! Χειµερία νάρκη! Έτσι το ‘χε πει η κυρία Κουκουβάγια. Μη ξεχάσουµε κι αυτά που ξέραµε! Λίγους µήνες κοιµηθήκαµε’’: είπε ο σκαντζόχοιρος και πλησίασε το ρυάκι για να πιεί νερό.
Με το που έσκυψαν τα ζωάκια να δροσιστούν, το νερό ταράχτηκε προτού να το ακουµπήσουν, από φωνές και αλµατάκια από ένα σµήνος βατραχάκια. Και να σου ο βατραχούλης, ξεπρόβαλλε µε την οµάδα του και άρχισε να πλατσουρίζει στο ποταµάκι και να παίζει µε τους φίλους του νεροπόλεµο. Μόλις είδαν οι υποβρύχιοι ταραξίες το σκαντζόχοιρο και τον αρκούδο, πήδηξαν τόσο µακριά που µεµιάς έφτασαν µπροστά τους κι άρχισαν τις χαιρετούρες. ‘’ Κουάξ – κουάξ! Καληµέρα, πώς κοιµηθήκατε’’; Ρώτησε ο Βατραχούλης και από πίσω του η ‘’συµµορία’’ του ακολουθούσε. Αφού είπαν µε πολλή φασαρία τα νέα τους και έδωσαν ραντεβού στο σχολείο που θα ξεκινούσε το µεσηµεράκι, η παρέα έπρεπε να χωριστεί για λίγο. Ο αρκούδος και ο σκαντζόχοιρος προχώρησαν µέχρι να βρουν την κερήθρα για τον πρώτο και κανένα λιβάδι για τον δεύτερο. Δεν πήγαν όµως µακριά πολύ και ο αρκούδος σκόνταψε πάνω σε κάτι σκληρό, σαν βραχάκι και κόντεψε να πέσει κάτω. ‘’Άουτς!’’: φώναξε. ‘’Γιατί αφήνουν τις πέτρες στο δρόµο επιτέλους;’’: Αναρωτήθηκε και αγριοκοίταξε το φίλο του που γελούσε µε την καρδιά του. Στο µεταξύ ο βράχος είχε κυλήσει λίγο πιο µακριά. Πλησίασαν και τι να δουν; Μόλις είχαν ξυπνήσει τη χελωνίτσα. Είχε γυρίσει ανάποδα και πάλευε να ξανασηκωθεί για να προχωρήσει. ‘’ Μα δε βλέπετε βρε παιδιά;’’ Γκρίνιαζε. ‘’Πφφφ, πόσο δύσκολο να έρχονται τα πάνω κάτω στο σπιτικό σου! Ούτε ένα ξύπνηµα της προκοπής να µην έχουµε;’’: Συνέχισε παλεύοντας να ξαναγυρίσει µπρούµητα. Ο αρκούδος την έσπρωξε απαλά, την πήρε στην πλάτη του και της ευχήθηκε καλή Άνοιξη. Προχώρησαν πλέον οι τρεις τους και σταµατούσαν στους ανθισµένους θάµνους που ήταν φορτωµένοι µε σµέουρα, φράουλες και βατόµουρα για να τσιµπήσουν κάτι. Οι µελισσούλες ήδη τους καλωσόρισαν για να τους φιλέψουν φρέσκο µέλι. Τους είπαν και τα νέα του χειµώνα µιας και εκείνες δεν κοιµήθηκαν, αλλά όλες µαζί φρόντιζαν να ζεσταίνεται η βασίλισσα και να τρέφεται σωστά η κυψέλη. Χορτάτοι πια, οι τρεις φίλοι πήγαν στο σχολείο. Εκεί στο µεγάλο ξέφωτο που το έλουζε ο ανοιξιάτικος ήλιος, συνάντησαν και τα υπόλοιπα ζωάκια.
Τα σκιουράκια, που έτρεχαν πάνω κάτω µαζεύοντας όσους καρπούς έβρισκαν και µασουλώντας βελανίδια και φουντούκια.
Τα βατραχάκια, τη χορωδία του δάσους που τραγουδούσε τραγουδάκια για την Άνοιξη.
Οι χελωνίτσες, που βοηθούσαν τους φίλους τους να γυρίσουν µπρούµητα.
Οι µικροί σκαντζόχοιροι, που άρχισαν να κυλιούνται πάνω στα ξερά φύλλα.
Οι ασβοί, πάντα ευωδιαστοί, µε τα καπελάκια τους να µη τους τυφλώνει ο ήλιος µιας και ήταν µεσηµέρι.
Ακόµη και τα ποντικάκια ήταν πλάι πλάι µε τα φιδάκια, χωρίς να κινδυνεύουν να τα φάνε.
Οι µελισσούλες, όλες µαζί, έφεραν από την κυψέλη γλυκό χρυσό, µέλι για να γλυκαθούν όλα τα ζωάκια. Κι αν πλησίαζαν και οι σφήκες ή άλλα έντοµα µεγάλα κανένα δεν υπήρχε πρόβληµα.
Τότε η κυρά Κουκουβάγια περήφανη που έβλεπε όλα τα ζωάκια να ζουν αρµονικά τους είπε: " Η χειµερία νάρκη ήταν µια ευχάριστη ξεκούραση. Ούτε καταλάβατε πότε ήρθε η Άνοιξη και βρεθήκαµε ξανά όλοι µαζί. Τώρα πηγαίνετε να παίξετε και µαζέψτε φρούτα και καρπούς όσα µπορείτε να κουβαλήσετε. Κρατάτε απόθεµα από ιδέες και τροφή για να έχετε τα πιο γλυκά όνειρα όταν θα ξανακοιµηθείτε’’.
Την επόµενη µέρα το δάσος ήταν πιο ζωντανό από ποτέ. Φωνές, τραγούδια χαλαρά, χαχανητά, τρεχαλητά, κρυφτό, κυνηγητό. Οι µικροί φίλοι, όλοι µαζί έπαιζαν, µάθαιναν, προστάτευαν ο ένας τον άλλον. Ξάφνου, πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους µια πεταλούδα µε µπλε, µωβ και κίτρινα, πολύχρωµα φτερά. Όλα τα ζωάκια κοιτάχτηκαν µεταξύ τους έκπληκτα. Όλα τη γνώριζαν αυτή την πεταλούδα, την Άνοιξη. Τα είχε ήδη επισκεφθεί στα όνειρά τους για να γλυκάνει και να φωτίσει το βαθύ τους ύπνο.
Τέλος
Επιμέλεια - συγγραφή
Μαρία Μαραγκούλα
Συγχαρητήρια Μαρία & Άρτεμη !!!
Διαβάστε επίσης