Η πείνα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι

Η πείνα στο πολιορκημένο Μεσολόγγι


του Κώστα Σακαρέλου

Όταν ο αποκλεισμός της πόλης του Μεσολογγίου έγινε πολύ στενός, άρχισαν τα τρόφιμα των πολιορκούμενων να λιγοστεύουν αισθητά, σε τέτοιο σημείο ώστε γύρω στις 10 του Μάρτη του 1826 τους τελείωσαν όλα, ακόμα κι απ’ τη φρουρά.

Σε σύσκεψη που έγινε μεταξύ των σωματαρχών και της Διευθυντικής Επιτροπής εξετάστηκε η λήψη μέτρων, αναφορικά με τη χορήγηση μερίδων άρτου στα σώματα και αποφασίστηκε να γίνει καταμέτρηση του στρατού και εφεξής να γίνεται η διανομή των τροφίμων βάσει των στοιχείων της καταμέτρησης. Έτσι κι έγινε. Παρόλα αυτά, το πρόβλημα όχι μόνο δεν αντιμετωπίστηκε αλλά μέρα με την ημέρα γινόταν οξύτερο.

Έκτοτε, ελλείψει τροφών, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Αρτέμιου Μίχου στις σελίδες 56, 57 και 58 των «Απομνημονευμάτων» του, άρχισαν οι πολιορκούμενοι να τρέφονται με το κρέας των «εν τη πόλει ίππων, όνων, κυνών, γαλών, μυών κλπ και εκ θαλασσίων καρκίνων και χόρτου», αλλά και από αρμυρίθρες, οι οποίες όμως τους προκαλούσαν διάρροιες. Αλλά κι αυτά τα τρόφιμα, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, λίγο διήρκεσαν, καθώς ήταν λιγοστά στην πόλη. Τότε, πολλές οικογένειες άρχισαν να τρέφονται «εκ των εκ του λοιμού αποθνησκόντων συγγενών των», οι δε στρατιώτες, νηστικοί και γυμνοί, υπέμεναν τα πάντα με «απαραδειγμάτιστον καρτερίαν».

Μόνο από τους Σουλιώτες και τις οικογένειές τους δεν έλειψε το ψωμί. Μάλιστα, όπως αναφέρει ο Μίχος, την ημέρα της Εξόδου βρέθηκε στο σπίτι του σωματάρχη Τζαβέλα ένα γεμάτο σακί αλεύρι.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, με απόφαση της Διευθυντικής Επιτροπής και των σωματαρχών, διορίστηκε επιτροπή, αποτελούμενη από τον σωματάρχη Γεώργιο Βάγια και τους υποσωματάρχες Γιαννάκη Σουλτάνα και Γιάννη Κότζικα, η οποία επιφορτίστηκε με την υποχρέωση να γυρίσει σε όλα τα σπίτια, αναζητώντας και συγκεντρώνοντας τρόφιμα. Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Αρτέμιου Μίχου, το έργο της συγκεκριμένης επιτροπής αποδείχτηκε πολύ δύσκολο και περιορίστηκε στα σπίτια μόνο των αδυνάτων, επειδή οι υπόλοιποι δεν επέτρεπαν την είσοδο της επιτροπής στις οικίες τους.

Τον σωματάρχη Γ. Βάγια συνόδευε στις επισκέψεις του στα σπίτια ο αξιωματικός του Γούλας Ρεντινιώτης, ο οποίος, μια ημέρα, αναζητώντας τρόφιμα πήγε σε κάποιο σπίτι.  Ψάχνοντας τους χώρους του, εντόπισε σε ένα απόμερο μέρος έναν μηρό και άλλα ανθρώπινα μέλη. Επειδή έφριξε από το εύρημα, ρώτησε την οικοδέσποινα τι συμβαίνει κι εκείνη του απάντησε ότι τα ανθρώπινα μέλη ανήκαν σε ένα παιδί της, το οποίο πέθανε από την πείνα και χρησίμευαν για τροφή των ζωντανών. Το γεγονός τούτο διηγήθηκε ο ίδιος ο αξιωματικός στα μέλη της επιτροπής, αμέσως μετά την επιστροφή του, όταν συναντήθηκαν.

Ο αυτόπτης μάρτυρας Νικόλαος Κασομούλης, αναφερόμενος στην πείνα, γράφει στα «Απομνημονεύματά» του: «… εκείνην την ημέραν ένας Κραβαρίτης έκοψεν κρέας από το μηρί ενός φονευμένου και το έφαγεν ...»

Ακόμη, σύμφωνα με τον Νικόλαο Μακρή: «... ευρέθηκαν πολλοί εις την σκληράν και αναπόδραστον ανάγκην να φαγώσι και ανθρωπίνας σάρκας και, ως διηγούντο, ελάμβανον το ήπαρ εκ των φονευμένων και όντων κράσεως υγιούς, το ετηγάνιζον με έλαιον και έρριπτον ολίγον ξύδι. …»

Σε άλλο σημείο του έργου του ο Νικόλαος Κασομούλης σημειώνει σχετικά:

«Από τα μέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μία Μεσολογγίτισσα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και μυστικά, (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν.

Τας ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.

Μία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν.

Ημέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται των – και πού να προφθάσουν; Τρεις ημέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.

Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2 – 3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου. Εδιορίσθη μία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (δια) να διανεμηθή κατ’ άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, μικρούς και μεγάλους, (ώστε) να σώσωμεν (την τροφήν) όλοι ίσια (1023)». 

«Εξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, μόλις ηύρεν 600 οκάδες και έως 600 (άλλες οκ.) οπού είχαν αι (ευρεθείσαι) σάκκιναις, 1200. Τούτο (το αλεύρι) εμοιράσθη με εν φιλτζιάνι (ως μέτρον). Εμοίρασαν και από εν φιλτζιάνι κουκκιά. Άρχισαν λοιπόν να σμίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι εις την τέντζερην και να βάνουν (μέσα και) κάβουρους στουμπίζοντές τους.

Ο συνεργάτης του Κου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήμενος εις την οικίαν μας, έσφαξεν και έφαγεν μίαν γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην μίαν. Τούτος υπέμνησεν (εις) τους άλλους (να προσέξουν το ίδιον), και εις ολίγαις ημέραις γάτα δεν έμεινεν.

Ο Αγιομαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εμαγείρευσεν τον σκύλον του με λάδι, από το οποίον είχαμεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιμώτερον.

Οι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν έβρισκαν εις τον δρόμον.

Άλογα δεν είχαν μείνει άλλα παρά εν άτι του Στρατ. Γεωργάκη Κίτζιου, ο περίφημος Αλαμπάτζιας (;) άτι του (Κ.) Τζιαβέλα και εν σαμαργιάρικον, το οποίον είχεν ο (Ν.) Στορνάρης και το έθρεφεν (δια) να καβαλλικεύση χρείας τυχούσης, ως αδύνατος.

Τρέχοντες οι στρατιώται άνω – κάτω – ζητούντες ζώα – έφθασαν και εις του Στορνάρη την οικίαν, και άρπαξαν και εκείνο. Με μυρίας παρακλήσεις και, το κάτω (-κάτω), με ανθιστάσεις εδυνήθημεν να το σώσωμεν.

Εξετάζοντες εις τας οικίας, ηύραν εις μιας γυναίκας Μισολογγίτισσας (το σπίτι), υποκάτω από το στρώμα, έως 25 οκ. αλεύρι. Τούτο έδωσεν αιτίαν να ξανακοιτάξουν και αυτά τα προσκέφαλα ακόμα (των σπιτιών), και το έκαμεν η διορισθείσα επιτροπή.

Η επιτροπή ηύρεν τρυπωμένον (ποσόν) τριάντα πέντε οκάδες γαλέττα, το οποίον είχεν κρυμμένον ο φροντιστής του Στορνάρη Μήτρος Γρουμπογιάννης. Το λεηλάτησαν (και αυτό), και τούτον έπειτα τον έδειραν οι στρατιώται μας, διότι μας έβλεπεν ότι πεθαίνομεν ολοένα, και αυτός ζούσεν καλά. Ίσως ήτον (τούτο) και με την γνώμην του Στορνάρη.

Αρχίσαμεν, περί τας 15 Μαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαμεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαμεν.»       

Πιο κάτω, στη σελίδα 243, γράφει:

«Εδόθησαν και εις τους ποντικούς πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Βατράχους δεν είχαμεν, κατά δυστυχίαν.

Από την έλλειψιν της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστομος και αρθρίτις.

Εις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόμασθον όταν μας έφθασεν το γράμμα των απεσταλμένων (μας εις Ναύπλιον συσταίνον) να βαστάξωμεν 12 ημέραις, και να φάγωμε (εν ανάγκη) ένας τον άλλον. Με αυτήν την κατάστασιν επολέμησαν οι αθάνατοι της Κλείσοβας 13 ώραις.»

Όλα αυτά είχε υπόψη του ο εθνικός μας ποιητής, όταν έγραψε τους στίχους:

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει … ».

Ας είναι αιώνια η μνήμη τους.

Πηγές:

Νικολάου Δ. Κασομούλη: «Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 – 1833», τόμος 2ος, χορηγία Παγκείου Επιτροπής, Αθήναι 1941

Αρτεμίου Μίχου: «Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825 – 1826», εκδόσεις Σ. Π. Αραβαντινού, Αθήνα 1883

sakarelos k 2024 00

Διαβάστε επίσης

Αναζήτηση