ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΛΕΞΕΩΝ
..Α
αδγειάζου [δεν...] (ρ.): ευκαιρώ
ακέργιους (ο): ολόκληρος
άλλουις: διαφορετικός, -ή,-ό
αμπώχνου ή αμπώζου (ρ.): σπρώχνω
αμψιός (αμψίδι,) (ο): ανεψιός
αντιρριούμι (ρ.): ντρέπομαι
αντρουπή (η): ντροπή
αργασμένου (το): καταργασμένο, ωριμασμένο
αστουχώ (αστόισα) (ρ.): ξεχνώ
αστρέχα (η): υδρορροή
αφουγκράζουμαι (ρ.): ακούω με προσοχή, κρυφακούω
Απάν : επάνω
Απ-κατ : κάτω
Αγάλια : σιγά
Αμάδα : πέτρα παιγνιδιού
..Β
βιτούλι (το): κατσίκι ενάμιση χρόνου
βίτσα (η): βέργα
βουλά: φορά
βρίζα (η): σίκαλη, είδος δημητριακού
βάβα : γιαγιά
...Γ
γαλάρια (τα): πρόβατα αναπαραγωγής
γιαπράκια (τα): λαχανοντολάδες
γίδα γκέσα (η): μαύρη (στο τρίχωμα) με κόκκινο στην κοιλιά και στα πόδια
......γκόρμπα: μαύρη
......ζαβουκέρατη: με ένα στραβό κέρατο και ένα κανονικό
......κανούτα: γκρίζα, σταχτιά
......κούλα: άσπρη
......ρούσα: κόκκινη
......σιούτα: χωρίς κέρατα
.γκαρμπουλάχανου (το): λάχανο
γκιγούμ (το): μεταλλικό δοχείο νερού
γκιουρντάνι (το): στολίδι
γουρλώνου (ρ.): ανοίγω πολύ τα μάτια
γκούσια (η): το "καρύδι" του λαιμού
γκουστιέρα (ο): σαύρα
γμάρ (το): γάιδαρος
γούρνα (η): εσοχή στο έδαφος, λάκκος για νεκρό
γουρνάρς (ο): βοσκός γουρουνιών
γραμματκός (ο): γραμματέας Κοινότητας
γραπατσώνουμι (ρ.): πιάνομαι καλά
Γρούνα : (το) γουρούνι
Γκορτσιά : (η) άγρια αχλαδιά
..Δ
δαχλίδι (το): δακτυλίδι
δέοντα [τα]: χαιρετίσματα
διρμάτι (το): ασκός από τομάρι
διρπάνι (το): δρεπάνι-
δουρλάπι θύελλα.
Δραγάτς (ο) αγροφύλακας
Δρασκλώ (ρ) περπατώ
..Ε
έτσια: έτσι
..Ζ
ζαμπακώνου (ρ.): ξυλοφορτώνω
ζαπώνου (ρ.): αφαιρώ, κλέβω, κρύβω
ζαχαράτου (το): καραμέλα
ζαχαρίσιου (το): ροζ χρώματος
ζβάρνισμα (το): σύρσιμο στο έδαφος
ζβαρνιάρς (ο): ατημέλητος
ζβόλι (το): μικρός συμπαγής όγκος χώματος
ζγούρ (το): δίχρονο αρνί
ζλάπ (το): λύκος, άγριο ζώο
ζμι (το): ζουμί
ζμάρ (το) ζυμάρι
ζμπρουξιά (η): σπρώξιμο
ζνάρ (το): ζώνη
ζουζούνι (το): πράσινο σκαθάρι-έντομο που ζουζουνίζει
ζουμπάς (ο): μικροκαμωμένος
ζμπάω (ρ.): πιέζω, σπρώχνω
ζουρνάς (ο): μουσικό όργανο
..Η
.Θ
θιρμασιά (η): πυρετός
θκομ (θκος, θκοτ): δικό μου
θλεικώνου (ρ.): κουμπώνω
θυμιτκό (το): μνήμη
θχειάκου (η): θεία
..Ι
ιδωγιά: εδώ
ιένας: ένας
..Κ
καγγέλι (το): στροφή, φιγούρα χορού
καπακώνω (ρ.): κρύβω
καλαντζής (ο): γανωματής
καλίβουμα (καλβώνου) (το): πετάλωμα
καλούδια (τα): αγαθά
κανάκεμα (το): χάιδεμα
κανίστρα (η): ψάθινο πανέρι
καραμούζα (η): είδος πουλιού ή τρομπέτα
κακαρίζουμι (ρ.): γελώ δυνατά
κάρβνου (το): κάρβουνο
καρυά (η): καρυδιά
κατουστάρι (το): κύπελλο
καψώνω (ρ.): ζεσταίνομαι
κληματσίδα (η): κληματαριά
κλουρόπτα (η): πίτα κουλουριαστή
κόθρος (ο): το περιμετρικό της πίτας
κουκουτσέλας (ο): κόκορας
κουκόσα (η): καρύδι
κουκούδι (το): βάσανο
κουλμπώ (ρ.): κολυμπώ
κουλουκουρίζου (ρ.): κουρεύω τα γιδοπρόβατα στην κοιλιά
κουμάσι (το): κοτέτσι ή σπιτάκι γουρουνιού
κουνάκι (το): σπίτι, στέκι
κουπάνα : έφυγε
κόρα (η): φλούδα ψωμιού
κουρκούτη (η): χυλός
κουρουμπλιά (η): κορομηλιά
κουσεύω (κουσιό) (ρ.): τριγυρνώ, τρέχω
κούτκας (ο): πίσω μέρος κεφαλιού
κουλουτούμπα (η): κωλοτούμπα
κουτσουγκέλα (η): ελιγμός
κούτσκου (το): μωρό, μικρό
κρένου (ρ.): μιλώ, συζητώ
κριτσινάει (ρ.): τρίζει
κφάλογο (το): αυτός που δεν ακούει, κουφός
Κλαπάτσα : (η) αρώστια ζώων
Κριτιλάγκος : (ο) λάρυγγας
Κακαράτζα : (η) κοπριά προβάτων - γιδών
..Λ
λάβα (η): πολύ ζέστη
λάιους (ο): μαύρος
λάλας (ο): αδελφός
λάλημα (το): κελάιδεμα
λαλούμενα (τα): όργανα μουσικά
λανάρι (το): εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού
λάπατα (τα): αυτοφυή λαχανικά
λιάρους (ο): ασπρόμαυρος σκύλος
λίγδα (η): χοιρινό λοίπος-\
λιμασμένους (ο): πολύ πεινασμένος
λούγκα (η): πρησμένος αδένας στο λαιμό
λόρδα (η): πείνα
λούρα (η): μακρύ ξύλο για “τίναγμα” καρπών δέντρων
λουρίδα (η): ζωστήρας
λουστάρι (το): κοντό ξύλο για γκρέμισμα φρούτων (κυρίως καρύδια, κάστανα)
Λιατέρι : (το) παιδί
..Μ
μάεριμα (το): μαγείρεμα
μανάρι (το): οικόσιτο αρνί
μάνταλο (το): σύρτης πόρτας
μαραγκιασμένους (ο): μαραμένος
μάρκα μ' έκαψις: απατεώνας
μαρκιούντι (ρ.): αναμασούν την τροφή (ζώα)
μαρμάγκα (η): μεγάλη αράχνη
μαδέρι (το): χονδρό ξύλο
ματουϋάλια (τα): γυαλιά ματιών
ματρακάς (ο): σφυρί για πελέκημα μαρμάρου
μέρους (το): αποχωρητήριο
μιράδι (το : μερίδιο
μισάλι (το): ύφασμα που σκέπαζαν το ψωμί
μισιά (η): μεσοτοιχία
μισιακός (ο): μισός – μισός
μισμέριαζμα (το): ύπνος το μεσημέρι
μόκου: σιωπή
μουμούδι (το): μαμούνι στη φακή
μουνουχίζου (ρ.): στειρώνω αρσενικά ζώα
μούργκισμα (το): σκοτείνιασμα πριν από τη νύχτα
μαρκάλα (η): ζευγάρωμα προβάτων
μουσικλέτα (η): μοτοσικλέτα
μουσκόφαγα (ρ.): καλόφαγα
μούτους (ο): μουγγός
ματσαλάω (ρ.): αναμασώ την τροφή
μπαΐρι (το): χωράφι χέρσο
μπαϊάτκους (ο): μπαγιάτικος
μπάκακας (ο): βάτραχος
πδάω (ρ.): πηδώ
μπακούρι (ο): εργένης, ανύπαντρος
μπιρικέτι (το): αφθονία
μπιχλιμπίδι (το): διακοσμητικό, κόσμημα
μπλάνα (η): μεγάλο κομμάτι χώματος
μπλάρι (το): μουλάρι
μπλιόρα (η): γίδα ή προβατίνα ενάμισι χρόνου
μπόσκους (ο): χαλαρός, επιπόλαιος
μπουκουβάλα (η): τριμμένο ψωμί με τυρί πλασμένο σε σχήμα μπάλας
μπουμπότα (η): καλαμποκόπιτα
μπλατσανάει (ρ.): καταβρέχεται, είναι μέσα σε υγρό, πλέει
μχαρί (το): τζάκι
Μουνουχάω : ευνουχίζω
Μπουβόλι : (το) σαλιγγάρι
Μούγκα : σιωπή
Μπουρμπούτσαλα : ζωίφια
Μπροστομούνα : (η) ποδιά κουζίνας
..Ν
νερουφαϊά (η): αυλάκι που έγινε από διάβρωση του νερού
νουρά (η): ουρά
νταβάς (το): ταψί
νταβραντισμένος (ο): γεροδεμένος
ντβάρι (το): τοίχος
ντίγκα: εντελώς γεμάτο
ντιπ: καθόλου
ντιρλίκουμα (το): λαίμαργο φαγητό
ντουγρού: ίσια μπροστά
ντράβαλα (τα): φασαρίες
ντρουβάς ή τρουβάς (ο): μάλλινος σάκκος, τορβάς
νυφαδγιά (η): νύφη
νώμους (ο): ώμος
νόμ : δώσμου
..Ξ
ξιαντρόπιασμα (το): βγάλσιμο από τη δύσκολη θέση
ξιαρίζου (ρ.): καθαρίζω φτυαρίζοντας
ξιαστουχμένους (ξιαστουχώ) (ο): αφηρημένος, ξεχασμένος
ξιθλύκωμα (το): ξεκούμπωμα
ξικλιάζουμι (ρ.): τρώω υπερβολικά
ξιου: έξω, κυρίως για κότες
ξιπατώνου (ρ.): καταστρέφω
ξιχνάου (ρ.): απασχολούμαι, ξεχνιέμαι
ξω (ρ.): ξύνω
ξιλαριγκιάζομαι : φωνάζω δυνατά
..Ο
οινόπλιμα (το): οινόπνευμα
ουρουλόι (το): ρολόι
..Π
παλιαρούτα (η): παλιό ρούχο
πανιάζου (ρ.): θαμπώνω
παραχώνου (ρ.): θάβω
παρέκια: πιο πέρα
παρτσιακλό (το): απείθαρχο, ζωηρό
πατλιά (η): πατημασιά
πάφιλας (ο): πολύ λεπτή λαμαρίνα
πιδουκλιά (η): τρικλοποδιά
πιρδικλώνου (ρ.): μπερδεύω
πιρτουκάλι (το): πορτοκάλι
πιτκιάζου (ρ.): φτιάχνω τυρί
πκάμσου (το): πουκάμισο
πλακίδα (η): μικρή κότα (σε ηλικία )
πλατέα (η): πλατεία
πλέχτρα (η): δέμα από κρεμμύδια ή σκόρδα
πλι (το): πουλί-
πλιμόνι (το): πνευμόνι
πλιότιρου: περισσότερο
πλούλι (το): κοτοπουλάκι
πλόχειρου (το): παλάμη
πουρεύω (ρ.): περνώ, βολεύομαι
πουρτουμανές (ο): πορτοφόλι
πρέκνα (η): φακίδες
προβατίνα ασπρουνούρου (η): μαύρη (τρίχωμα) με άσπρη ουρά
..............λάια: μαύρη
..............μπατσάρα: άσπρη με μαύρη μούρη
..............μπέλα: άσπρη
..............ρούντα: με πυκνό κατσαρό μαλλί και πλατιά ουρά
..............τσιούλα: με μικρά αυτιά
πτιά (η): μαγιά
πυρουστιά (η): τρίποδας για τζάκι
προσφάι (το) κολατσιό
..Ρ
ρόκα (η): εξάρτημα για γνέσιμο μαλλιού και καρπός καλαμποκιού
ρούσα (η): κοκκινωπή
..Σ
σαράντσι (ρ.): συμπλήρωσε 40 ημέρες από τη γέννα
σέα (τα): υπάρχοντα
σιακάτ: προς τα κάτω
σιαπάν: προς τα πάνω
σιαπέρα: παραπέρα
σουλνάρι (το): έξοδος βρύσης νερού
σιουμπώ (ρ.): σκαλίζω τη φωτιά
σινφάδα (η): συννυφάδα
σούτου (το): κριάρι ή γίδι χωρίς κέρατα
σιρκό (το): αρσενικό
σιτζίμι (το): χοντρό σκοινί από καννάβι
σκαμπάζου (ρ.): γνωρίζω, κατανοώ
σκανιάζου (ρ.): κοροϊδεύω κάποιον
σκαπιτώ (ρ.): το σκάω, φεύγω
σκαφίδι (το): σκάφη ζυμώματος
σκίζα (η): ξύλινη σφήνα
σκλέβουντι (ρ.): ζευγαρώνουν τα σκυλιά
σκλί (το): σκύλος
σκλίδι (η): σκελίδα σκόρδου
σκνί (το): σκοινί
σκουτίδα (η): σκοτάδι, σκοτεινιά
σκρόφα (η): γουρούνα
σκύβαλα (τα): υπολείμματα από σιτάρι και άγανα
σμαζώνου (ρ.): μαζεύω
σμότιρα: πιο κοντά
σπιτουτόπι (το): οικόπεδο
στάρι (το): σιτάρι
στιγνιάρου (η): αδύνατη, κοκαλιάρα
στιφάτου (το): στιφάδο
στλιαρώνου (ρ.): δέρνω
στουμπίζου (ρ.): χτυπώ στο γουδί ή στα στάχια για αποχωρισμό του σταριού
στουπουτός (ο): γεμάτος, πυκνός
στουπώνου (ρ.): βουλώνω
στραγκστίρι (το): στραγγιστήρι
συμφιράτους (ο): συμφεροντολόγος
συμπράγκαλα (τα): μεταφερόμενα υπάρχοντα
συντρόφσα (η): φιλενάδα, συνομήλικη
σφαϊό (το): πόνος στην κοιλιά
στχειό (το): ίσκιωμα, φάντασμα
σχώριου (το): κέρασμα για συχώρεση νεκρού
σατήλι : (ο) κουβάς
..Τ
ταμάμ: όμοιο
ταντέλα (η): δαντέλα
ταρταρίζου (ρ.): μιλάω συνέχεια
τειάφι (το): θειάφι
τζέρτζιλα (τα): διάφορα ρούχα
τζούφιους (ο): κούφιος, χωρίς περιεχόμενο
τιτιώνου (ρ.): φτιάχνω
τλούπα (η): το μαλλί της ρόκας
ταχιά: αύριο
τσαγκαροσούφλι (το): εργαλείο του τσαγκάρη
τσάκνα (τα): ξερά κλαδιά
τσατσάρα (η): χτένα
τέντζιρις (ο): κατσαρόλα
τσέργα (η): μάλλινο κλινοσκέπασμα
τσέρμιασμα (το.): μούδιασμα (από χτύπημα ή κρύο)
τσάγαλα (τα): χλωρά αμύγδαλα
τσαούλι (το): σαγόνι
τσιαΐρι (το): αλάνα
τσιατμάς (ο): μεσοτοιχία
τσιάφι (το): τσουχτερό κρύο
τσιγαρίδα (η): κομμάτι βραστό χοιρινό (παχύ)
τσινώ (ρ.): γκρινιάζω, αντιδρώ
τσόλια (τα): κουρέλια
τσιρμιάζου (ρ.): μουδιάζω από χτύπημα
τουρτουρίζω : (ρ) κρυώνω
τσούφιος : ανίκανος
τίπουτας : τίποτε
τσαγέλνου : κοροιδεύω
τσαούλι : (το) σαγόνι
..Υ
ύψουμα (το): πρόσφορο ονομαστικής γιορτής
..Φ
φακιόλι (το): μαντήλι που δένεται στο κεφάλι
φαρφάρας (ο): πολυλογάς
φκιάνου (ρ.): κάνω
φνό (το): φθηνό
φούρκα (η): διχάλα
φτασμένου (το): ώριμο, γινωμένο
..Χ
χαλεύου (ρ.): θέλω
χαρά (η): γάμος
χάχας : αυτός που γελάει χωρίς λόγο.
χαλεύω : (ρ) ζητάω
χαιμάρα : χαζομάρα
..Ψ
ψαλίδα (η): διχαλωτή τρίχα μαλλιού
ψαχατεύου (ρ.): ψάχνω με την αφή
ψόφους (ο): πολύ κρύο